στρυφνά

στρυφνά
στρυφνός
sour
neut nom/voc/acc pl
στρυφνά̱ , στρυφνός
sour
fem nom/voc/acc dual
στρυφνά̱ , στρυφνός
sour
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρυφνάς — στρυφνά̱ς , στρυφνός sour fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρυφνός — ή, ό / στρυφνός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) περίπλοκος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”